-
1 αθροισις
атт. ἅθροισις - εως ἥ1) собирание, набор(στρατοῦ Eur.)
2) накопление(χρημάτων Thuc.)
αἱ τῶν νεφῶν ἀθροίσεις Arst. — скопления облаков3) собрание, стечение(τῶν πολιτῶν Plut.)
4) грам. собирательностьἐπιρρήματα ἀθροίσεως — собирательные наречия (напр. ἅμα и т.п.)
-
2 κοπη
-
3 συνειμι
I[εἰμί] (fut. συνέσομαι, inf. συνεῖναι)1) быть вместе, находиться в общении, иметь связь, жить(τινί Soph., Eur. и μετά τινος Arph., Plat.)
σ. ἑαυτῷ Xen., Plat. — быть наедине с собой, жить в одиночестве;ἀλλήλοις σ. ἐν τῷ πότῳ Plat. — проводить друг с другом время за вином;ξυνῆν Ξενοφῶντι φιλικῶς Xen. — (Клеандр) завязал с Ксенофонтом дружбу;οἱ συνόντες Plat. — последователи, приверженцы, ученики, Arph., Xen. знакомые, гости Soph., Xen., спутники, товарищи;ὅ χρόνος ξυνὼν μακρός Soph. — продолжительная жизнь;ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ Hom. — быть обреченным на несчастья;πολλοῖς νυκτέροις ὀνείρασιν ξύνειμι Aesch. — много сновидений посещает меня ночью;ξ. σὺν δίκῃ Soph. — быть справедливым;νόσῳ ξ. Soph. — быть пораженным болезнью;κακοῖς πολλοῖς ξυνών Soph. — подавленный многими бедствиями;ξύνεστιν ἐμοὴ ἐλπίς Eur. — у меня есть надежда;ὅτῳ τὸ μέ καλὸν ξύνεστι Soph. — тот, у кого дурные замыслы;εἴ μοι ξυνείη μοῖρα Soph. — если бы мне было суждено;ἡδοναῖς ξ. μεμυγμέναις λύπαις Plat. — испытывать наслаждения, смешанные с печалями2) жить в супружестве Soph.4) быть занятым, заниматься(πράγμασι Arph.; γεωργίᾳ Xen.)
σ. ἵπποις Plat. — ухаживать за лошадьми5) приходить на помощь, помогать(τινί Thuc.)
τίς σοι ξυνέσται χείρ ; Eur. — чья рука поможет тебе?II[εἶμι] (inf. συνιέναι)1) сходиться, встречаться(ἐς χῶρον ἕνα Hom.)
σ. ἐς τέν μάχην Her. — сходиться для боя;ἔριδι ξυνιόντες Hom. — вступившие в спор2) сочетаться, соединяться(εἰς κοινωνίαν Plat.)
τὰ ἐκ κεχωρισμένων συνιόντα Arst. — разъединившиеся было и вновь соединяющиеся элементы;— (о кругообразном) πρὸς αὑτὸν σ. Plat. замыкаться;— (о животных) спариваться Arst.3) собираться, скоплятьсяσυνιόντων τῶν νεφῶν Arst. — когда скапливаются облака4) сгущаться, уплотняться(διὰ τὸ σ. καὴ ψύχεσθαι Arst.)
5) ( о денежных средствах) стекаться, поступать6) приходить в столкновение, сталкиваться -
4 διεκπίπτω
A issue, escape through,φωτὸς -πίπτοντος διὰ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.45U.
, cf. Ph.Bel.57.3: abs., escape, Arist.Pr. 910a17; exude,τῶν πόρων Plu.2.51a
, Gal.10.948; τι Onos. 21.1, Hld.10.28;διὰ τῆς πόλεως Arr.An.1.8.7
.II spread abroad, of a proverbial saying, Eust.ad D.P.809.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπίπτω
-
5 πρόεσις
A sending forth, emission, [ τῶν ᾠῶν] Arist. HA 550b12, cf. Ph.1.29, Gal.4.590; οὔρου, οὔρων, Arist.Pr. 888b1, Aret. SD2.4; καταμηνίων, [περιττώματος], Arist.GA 765b21, PA 663a16, cf. Thphr.Metaph.29; φωνῆς voice-production, Anon.Epicureus Herc. 176p.39V.;π. ἐκ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.
: pl.,δακρύων -έσεις Phld.Mort.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόεσις
-
6 παρα-φαίνω
παρα-φαίνω (s. φαίνω), daneben, dabei zeigen, sichtbar werden lassen; Hes. O. 736; ἣν τοῦ σώματος οὐδὲν παραφῆναι τοῖς καϑημένοις ἔδει, Ar. Eccl. 94; Sp., wie Philostr., vgl. Jac. zu Imagg. p. 563; vorleuchten, διπύρους ἀνέχουσα λαμπάδας παράφηνον, Ar. Ran. 1362; vgl. Plut. Tib. Graech. 14. – Med. u. pass. sich daneben zeigen, erscheinen, daneben od. gegenüber zum Vorschein kommen, sich darbieten, δεινότερον πάϑος ἄλλο παραφαίνεσϑαί μοι δοκεῖ, Plat. Theaet. 199 c; Soph. 231 b; εἰς καλὸν ἡμῖν παρεφάνης, Theag. 122 a; Folgde; παραφανεὶς ἐν καιρῷ πόλεμος, Plut. Camill. 9; ταῦτά τε ἅμα ἐκ τῶν νεφῶν ἐξέπιπτε καὶ ὅπλα παρεφαίνετο, D. Cass. 51, 17.
-
7 θλῖψις
A pressure, Arist.Mete. 382a13, Pr. 890a2;τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2
P.49 U.; ἀντέρεισις καὶ θ. Str.1.3.6; of the pulse, Ruf. ap.Orib.8.24.61, cf. Gal.7.306;θ. στομάχου Orib.Fr.42
; ὑστερικαὶ θ. Sor.1.42. -
8 κοίλωμα
A hollow, cavity, Arist.Spir. 483b23, Mu. 395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom. 145; [ τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846;τὰ κ. τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U.
, cf. 1p.9U.2 basin into which rivers discharge, Plb.4.39.2 (pl.), 8; bed of a torrent, Id.4.70.7: generally, of hollow places, low-lying land, LXX Ge.23.2, Agatharch.32;κ. ἔμβροχον BGU571.12
(ii A.D.); excavation, PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).IV metaph., τὰ κ. τῆς εὐτυχίας weak points in.., Phld.Vit.p.12 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοίλωμα
-
9 ἄθροισις
A gathering, collecting, ;χρημάτων Th.6.26
; αἱ τῶν νεφῶν ἀ. Arist.Mete. 340a31;λόγων Porph.Abst.1.29
; κατ' ἄθροισιν λέγειν collectively, Hermog.Id.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθροισις
-
10 πυκνόω
A make close or solid, , cf. Phld. Mort.8; of winds, νέφεσι π. τὸν οὐρανόν thickens it, Arist.Mete. 364b24:—[voice] Pass., of vapour and air, ib. 342a21, 344b4;νεφῶν πυκνουμένων Epicur.Nat.14
Fr.6.2 contract, condense, opp. μανόω, Arist.Spir. 485a31; of the effect of cold, Id.GA 783b1:—[voice] Pass., of frozen water, Antipho Soph.29, Arist.Metaph. 1042b28, Mu. 394a33; ὁ σίδηρος ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ πυκνοῦται is contracted, Plu.Alc.6; of steam,ὁ ἀτμὸς -οῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι Hp.Flat.8
.II pack close, ἑωυτούς close their ranks, Hdt.9.18, cf. Ascl.Tact.10.4, Ael.Tact.11.2 ([voice] Pass.);τὸ βάθος ἐπὶ τὸ δεξιόν Plb.18.24.8
;τὴν τάξιν εἰς βάθος Plu.Flam.8
; σαυτὸν στρόβει πυκνώσας spin yourself round and concentrate your thoughts, Ar.Nu. 701 (lyr.):—[voice] Pass., to be compressed,εἰς ἐλάττω τόπον Arist.Cael. 296a18
; [τὴν διάνοιαν] πυκνοῦσθαι εἰκός Plu.2.715c
; τῷ πνεύματι πυκνουμένῳ, i.e. without taking breath, Id.Dem.11.b in Logic, πυκνοῦται τὸ μέσον is compressed, becomes closer in signification, Arist.APo. 84b35; also πεπύκνωται [ ὁ Λυσίας] τοῖς νοήμασι, of a terse style, D.H.Lys.5.III close, shut up,π. τοὺς πόρους Thphr.Sud.27
;τὸν στόμαχον Plu.2.687d
;φλέβες πυκνωθεῖσαι Hp.Salubr.7
.IV [voice] Pass., to be thickly covered, ἡ γῆ τῶν [ ἰχνῶν] πυκνοῦται with traces, X.Cyn.5.7.V intr., become dense, Arist. Mete. 344a30, Pr. 934b15: in Tactics,πεπυκνωκότες ἀπὸ τῶν κεράτων ἐπὶ τὰ μέσα Plb.3.115.6
, cf. Ascl.Tact.4.4, Ael.Tact.11.6. -
11 συγκρουσις
- εως ἥ1) столкновение(τῶν ὑδάτων Arst.; νεφῶν Diog.L.)
2) стычка, конфликт(συγκρούσεις καὴ φιλονεικίαι Plut.)
См. также в других словарях:
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… … Dictionary of Greek
ταξινόμηση — Όρος ενδεικτικός της εργασίας και του αποτελέσματος της κατάταξης (ονοματολογία, συγκρότηση ομάδων, κλπ.), περισσότερων του ενός πραγμάτων. Ο σκοπός της κατάταξης αυτής είναι ο καθορισμός, όσο είναι δυνατόν, των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek
αλβέδο ή αλμπέντο — (albedo). Το ποσοστό τοις εκατό της ακτινοβόλου ενέργειας που ανακλάται ή διαχέεται από την επιφάνεια ενός ετερόφωτου σώματος. Λέγεται και λευκάγεια. Το α. του μαύρου σώματος, που όπως είναι γνωστό απορροφά όλες τις ακτινοβολίες, είναι 0, ενώ του … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
облачьныи — (21) пр. к облакъ в 1 знач.: азъ на высокь ѹселихъ. и прѣстолъ мои на стлъпѣхъ облачьныихъ. (νεφέλης) Изб 1076, 81 об.; призывахѹ б҃а и тъ ѹслышаше ˫а. въ столъпѣ ѡблачнѣ гл(л)ше к нимъ. СбЯр XIII, 24; дъжеве же кромѣ ѡблачны(х) требовании ѹбо на … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek